ανεμοσυρμή

ανεμοσυρμή
ανεμοσυρμή, η και ανεμόσυρμα, το, -ατος
ορμητικό φύσημα αέρα: Τι ανεμοσυρμή ήταν αυτή χτες τη νύχτα;

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανεμοσυρμή — η δυνατή πνοή ανέμου, δυνατός άνεμος που έρχεται από τα βουνά …   Dictionary of Greek

  • άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”